- πόπαξ
- πόπαξindeclform (exclam)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόπαξ — Α επιφών. αποστροφής, πόνου ή δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πόποι] … Dictionary of Greek
πόποι — Α 1. επιφών. σχετλιασμού, αγωνίας, έκπληξης ή πόνου 2. (ως ουσ. πληθ.) οἱ πόποι οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πόποι, πόπαξ είναι προϊόντα ονοματοποιίας (πρβλ. βαβαί, παπαῖ). Η ερμηνεία «ω, θεοί» που έχει δοθεί στη φρ. ὤ πόποι προέρχεται πιθ. από κάποια … Dictionary of Greek